Δευτέρα 4 Ιουνίου 2012

Ποιος είναι Σχολικός Ψυχολόγος;

Ποιος είναι Σχολικός Ψυχολόγος;
Ο Σχολικός Ψυχολόγος είναι Ψυχολόγος εξειδικευμένος να παρέχει ψυχολογικές υπηρεσίες,  με βάση τις  θεωρίες και τα εμπειρικά δεδομένα της Ψυχολογίας, σε εκπαιδευτικές δομές και  με αναφορά στους βασικούς σκοπούς της εκπαίδευσης. Πρωταρχικοί στόχοι των υπηρεσιών του είναι η προαγωγή της μάθησης και η επιτυχία όλων στο σχολικό πρόγραμμα, η ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητας και του δυναμικού  των εκπαιδευομένων, η διασφάλιση και ενίσχυση της υγείας  και της ψυχικής και κοινωνικής ευεξίας τους .
Έχει μακρόχρονη και συνεχιζόμενη κατάρτιση στην Ψυχολογία και τις εφαρμογές της, κλινική εμπειρία με άτομα διαφόρων ηλικιών και ειδικών αναγκών, εμπειρία σε ρόλους διδακτικούς, δημιουργικής απασχόλησης ή εμψύχωσης ομάδων, γνώσεις και εμπειρία σε θέματα παιδαγωγικά και οργάνωσης της εκπαίδευσης. 
Αναπτύσσει τις επαγγελματικές ικανότητες του με ανταλλαγές εμπειρίας και τεχνογνωσίας με άλλους Σχολικούς ψυχολόγους .
Η εργασία του διέπεται από τον Κώδικα Δεοντολογίας των Σχολικών Ψυχολόγων και τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Πού εργάζεται;
 Σε σχολικές μονάδες όλων των βαθμίδων.
 Σε μονάδες επαγγελματικής κατάρτισης και διαβίου εκπαίδευσης.
 Σε ιδρύματα ή ξενώνες πρόνοιας  και δημοτικές κοινοτικές υπηρεσίες
 Σε σωφρονιστικές υπηρεσίες
 Σε υπηρεσίες υγείας, ιδίως πρωτοβάθμιας φροντίδας και πρόληψης, σε συνεργασία με τον οικογενειακό γιατρό,  παιδίατρους και παιδοψυχίατρους.

Ιστορικά η επαγγελματική ειδικότητα του Σχολικού Ψυχολόγου αναπτύχθηκε για τις ανάγκες στην ειδική αγωγή και στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση .
Όμως η  Ουνέσκο από το 1956, Συμβούλια Υπ. Παιδείας και Διεθνή Συνέδρια  πρότειναν την γενίκευση του ως οργανικό στοιχείο κάθε εκπαιδευτικής δραστηριότητας και προγραμμάτων πρόληψης. 
Στις αναπτυγμένες και υπό ανάπτυξη χώρες  οργανώνεται η παροχή των υπηρεσιών του. Στελεχώνουν Επιτελικά και Διοικητικά το Υπουργείο Παιδείας  και προσπαθούν να εξασφαλίσουν στις σχολικές μονάδες την καλύτερη αναλογία Σχολικών ψυχολόγων.
Βασική αρχή καλής πρακτικής είναι να μην αφήνεται έδαφος της επικράτειας που να μην καλύπτεται από σχολικό ψυχολόγο. Μια αναλογία καλής πρακτικής είναι ένας προς  800, για πρωτοποριακά προγράμματα ένας προς 400  και σε ειδικούς πληθυσμούς ένας προς 80 μαθητές.

Τι μπορεί να κάνει ο Σχολικός Ψυχολόγος;
 Διάγνωση & Αξιολόγηση
    • Σε συνεργασία με το διδακτικό προσωπικό και τους γονείς, με τη χρήση τεχνικών και εργαλείων αξιολογεί: δεξιότητες σχολικής μάθησης, κοινωνικές δεξιότητες, δεξιότητες αυτο-φροντίδας , γνωστική, νοητική και συναισθηματική ανάπτυξη, ανάπτυξη προσωπικότητας , ειδικές ανάγκες για ειδικές υπηρεσίες, καταλληλότητα των προγραμμάτων, ενδιαφέροντα και ικανότητες για  τον σχολικό και επαγγελματικό προσανατολισμό …
 Συμβουλευτική  με το προσωπικό και τους γονείς
    • Συμβουλευτική και διαβούλευση με το διδακτικό προσωπικό, με όλο το σχολικό προσωπικό και με τους  γονείς για προβλήματα μάθησης, συμπεριφοράς και κοινωνικής προσαρμογής. Συμβουλευτική με τη Διοίκηση
    • Συμβουλευτική κια διαβούλευση με Διευθυντές, Προϊστάμενους και Σχολικούς συμβούλους για  χειρισμό ψυχολογικών παραγόντων του εκπαιδευτικού έργου και την ανάπτυξη κατάλληλου σχολικού κλίματος. Σύμβουλος και συνεργάτης στην προσαρμογή του εκπαιδευτικού και σχολικού συστήματος στις ατομικές ανάγκες και συνεχή ανάπτυξή του σε περιβάλλον μάθησης για όλους . Πληροφόρηση & επιμόρφωση
    • Οργάνωση προγραμμάτων ενημέρωσης ή επιμόρφωσης για τις ψυχολογικές βάσεις της διδακτικής πρακτικής και για θέματα όπως στρατηγικές χειρισμού συμπεριφοράς και ομάδας παιδιών, στρατηγικές μάθησης, δεξιότητες γονεϊκού ρόλου, πρόληψη της χρήσης ουσιών, στήριξη ατόμων με ειδικές ανάγκες  και εξατομίκευση της εκπαίδευσης.
 Ψυχοθεραπευτικές παρεμβάσεις 
   • Άμεση ψυχοθεραπευτική παρέμβαση σε μαθητές, γονείς και όλη την οικογένεια. Συμβουλευτική μαθητών, συναισθηματική στήριξη, τροποποίηση συμπεριφοράς και ανάπτυξη κοινωνικών δεξιοτήτων. Παρέμβαση σε προβλήματα προσαρμογής, συγκρούσεων και βίας. Στήριξη σε κρίσεις  πχ διαζυγίου, θανάτου, έκτακτων  γεγονότων. Στήριξη διδακτικού προσωπικού σε προσωπικά ζητήματα. Συνεργασία και διασύνδεση  με Υπηρεσίες Ψυχικής  Υγείας για ανάγκες που χρειάζονται  εξειδικευμένη βοήθεια.
 Έρευνα 
    • Αξιολόγηση απο ψυχολογική σκοπιά της αποτελεσματικότητας των προγραμμάτων και άλλων υπηρεσιών στο εκπαιδευτικό πλαίσιο. Τεκμηρίωση εκπαιδευτικής κοινωνικής πολιτικής και επιλογών.
Ε.Σχο.Ψ.Ε  1999


Ν. 991/1979 περι ψυχολόγων στην Ελλάδα
ΚΥΑ Υπουργών Υγείας και Παιδείας Περί Ειδικότερων Προσόντων του Σχολικού Ψυχολόγου, ΦΕΚ 573 τβ, 1981
Γνωμοδότηση ΝΣΚ 458 του 2011 περί προσόντων διορισμού Ψυ ΠΕ 23
Κώδικας Δεοντολογίας Σχολικών Ψυχολόγων Ε.Σχο.Ψ.Ε  2002
ISPA   Code of Ethics

Διακήρυξη για μια ενιαία Σχολική Ψυχολογική Υπηρεσία


Διακήρυξη  για μια ενιαία Σχολική Ψυχολογική Υπηρεσία
από την προσχολική αγωγή μέχρι το Πανεπιστήμιο
 
Εισαγωγή.
Ιστορικά, η ανάπτυξη της ψυχολογίας και των εφαρμογών της στην εκπαίδευση,  είναι συνέχεια της παιδοκεντρικής στροφής με τον Διαφωτισμό και της προσπάθειας να αποκτήσει επιστημονικές βάσεις η εκπαίδευση.
Οι πρωτεργάτες της ψυχολογίας ως ξεχωριστής επιστήμης από την αρχή αναγνώρισαν ότι μπορεί να εμπλουτίσει την παιδαγωγική πρακτική και πρότειναν να αναπτυχθεί το επάγγελμα του ψυχολόγου πχ για τις ανάγκες της αποτελεσματικότητας της διδασκαλίας (Alfred Binet, 1857-1911 Γαλλία) και την παιδοκεντρική επίλυση προβλημάτων μάθησης και εκπαίδευσης (Witmer 1896 ΗΠΑ).
Η "Psychological Clinic" του Witmer ήταν το φυτώριο ανάπτυξης τόσο της «Κλινικής Ψυχολογίας»  όσο και της «Σχολικής Ψυχολογίας» και της «Ειδικής Αγωγής» ως ξεχωριστών κλάδων επιστημονικής έρευνας όσο και ξεχωριστών πεδίων πρακτικών εφαρμογών.
Η ψυχολογική έρευνα στη σχέση της με την εκπαίδευση βοήθησε στην ανάπτυξη πχ της    ψυχομετρικής ψυχολογίας, των ψυχοδιαγνωστικών τεστ και των μεθόδων αξιολόγησης του μαθητή και της διδασκαλίας, της εξελικτικής ψυχολογίας και έδωσε έμφαση στην παρατήρηση του παιδιού μέσα στο σχολείο και τον χώρο ζωής του. 
Ο τίτλος του «Σχολικού /  ή Εκπαιδευτικού  Ψυχολόγου» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1913 στην Αγγλία  από τον Sir Cyril Burt  (1883-197) και το 1915 στις ΗΠΑ από τον ψυχολόγο και παιδίατρο Arnold Gesell (1880-1961) για να ορίσουν τις επαγγελματικές υπηρεσίες τους και οι οποίοι κατέλαβαν τις πρώτες θέσεις στο εκπαιδευτικό σύστημα με στόχο να «εφαρμόζουν στα εκπαιδευτικά προβλήματα την γνώση και τις τεχνικές που αναπτύχθηκαν από την επιστήμη της ψυχολογίας».
Το 1945 στη Γαλλία ορίσθηκε ο πρώτος εξειδικευμένος «Σχολικός Ψυχολόγος» στα πλαίσια του μεταπολεμικού προγράμματος αναδιοργάνωσης και εκδημοκρατισμού της δημόσιας Εκπαίδευσης και ανάπτυξης του κοινωνικού κράτους με βάση το σχέδιο Langevin-Wallon 1944-47). Στόχος ήταν η δημιουργία ενός σχολείου για όλους, που  διέπεται από την «δικαιοσύνη, την ισότητα και τη δημοκρατία». Το σχολείο, σύμφωνα με το σχέδιο, χρειάζεται τη βοήθεια ψυχολόγων για να μπορεί να διαχειρίζεται τα προβλήματα που αντιμετωπίζει «λόγω της προόδου και της εξειδίκευσης των γνώσεων, της αυξανόμενης πολυπλοκότητας των κοινωνικών δομών και λόγω του ότι προετοιμάζει σε ένα μέλλον όλο και πιο ποικίλο» και για να μπορεί να αντιστέκεται στην ανισότητα που δημιουργείται λόγω των ατομικών και των κοινωνικών διαφορών.
Η Ουνέσκο, με βάση αυτές τις πρώτες εμπειρίες και το γαλλικό πρότυπο, μετά από συνδιασκέψεις παιδαγωγών, κοινωνικών λειτουργών, ψυχολόγων και ιατρών και με  εμπειρογνώμονες του ΟΗΕ, της ΠΟΥ, της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Ψυχικής Υγείας, του  Ινστιτούτου της Εκπαίδευσης,  του Ευρωπαϊκού γραφείου της τεχνικής βοήθειας ΟΗΕ, υποστήριξε ότι «είναι κοντόφθαλμη πολιτική, προμελετημένα ή λόγω έλλειψης προσωπικού, οικονομικών πόρων ή λόγω υποχρεώσεων, να περιορίζεται η ψυχολογική υπηρεσία μόνο στο έργο της εντόπισης, διάγνωσης και θεραπείας δυσπροσάρμοστων ή παιδιών με αδυναμίες» (Αμβούργο της Γερμανίας 1954) και πρότεινε σε όλες τις χώρες να αναπτύξουν, ως αναπόσπαστο μέρος  της εκπαίδευσης, Ψυχολογικές Υπηρεσίες στα Σχολεία.

Σήμερα, διεθνώς, με βάση την μέχρι σήμερα εμπειρία, έχουν αναπτυχθεί ειδικά προγράμματα σπουδών τα οποία δεν περιλαμβάνουν απλά ένα ακαδημαϊκό γνωστικό αντικείμενο που ονομάζεται «Σχολική Ψυχολογία» αλλά αποτελούν ένα πλήρες πρόγραμμα επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης.
Οι Σχολικοί Ψυχολόγοι έχουν, όπως κα οι άλλοι Ψυχολόγοι που ασκούν το έργο τους σε άλλους χώρους εργασίας, έναν ορισμένο αριθμό παρόμοιων αρμοδιοτήτων και δραστηριοτήτων Ψυχολόγου.
Επί πλέον αποκτούν ειδικά προσόντα έρευνας και εφαρμογής στον χώρο της εκπαίδευσης μέσα από σπουδές πολλών γνωστικών κλάδων της ψυχολογίας (εξελικτικής, κλινικής, νευροψυχολογίας, κοινωνικής, οργανωτικής, ψυχομετρίας, κλπ) και πρακτική άσκηση. 
Επίσης, διεθνώς αναζητείται ένα οργανωτικό σχήμα των υπηρεσιών τους που δεν έχει ως πρότυπο το κλινικό έργο στον χώρο της υγείας και διασφαλίζει να ανταποκρίνονται πιο αποτελεσματικά στις ανάγκες σχολικής ψυχολογικής υποστήριξης με βάση τα σύγχρονα επιστημονικά πρότυπα και τις καλές πρακτικές.
Στην Γαλλία  αναπτύχθηκε η στελέχωση των σχολείων με βάση την αρχή να μην υπάρχει  τετραγωνικό μέτρο της χώρας που δεν καλύπτεται από ψυχολόγο της εκπαίδευσης.
Όμως για ιστορικούς λόγους διαμορφώθηκαν διαφορετικές πρακτικές οργάνωσης των υπηρεσιών του ψυχολόγου με αποτέλεσμα τον κατακερματισμό και την μη ενιαία αντιμετώπιση των προβλημάτων των μαθητών. Στην πρωτοβάθμια μέχρι σήμερα ονομάζεται «Σχολικός Ψυχολόγος» (Pychologue scolaire) και στην δευτεροβάθμια «Ψυχολόγος-Σύμβουλος του προσανατολισμού» (Conseiller d'Orientation-Psychologue).
 Μια νέα θετική εξέλιξη είναι η πρόταση και διεκδίκηση μιας «Ενιαίας Ψυχολογικής Υπηρεσίας από την προσχολική αγωγή μέχρι το Πανεπιστήμιο» για να ξεπερασθούν οι μέχρι σήμερα  πρακτικές στην ψυχολογική υποστήριξη της εκπαίδευσης που είναι αναποτελεσματικές και αδιέξοδες. 
Αυτή η πρόταση, που παρουσιάζουμε πιο κάτω, για δικό μας προβληματισμό και συγκριτική  κριτική εξέταση των θέσεων και πρακτικών μας στην Ελλάδα, έγινε τον Ιούνιο 2009 με κοινή διακήρυξη και φυλλάδιο από τα  συνδικαλιστικά όργανα Εκπαιδευτικών και Ψυχολόγων της Γαλλίας: τις ενώσεις των ψυχολόγων της εκπαίδευσης, τις εθνικές επιστημονικές και επαγγελματικές ενώσεις ψυχολόγων, την εθνική συνδικαλιστική ένωση των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.

Για μια ενιαία Ψυχολογική Υπηρεσία
από την προσχολική αγωγή μέχρι το Πανεπιστήμιο
κοινή διακήρυξη από τις ενώσεις και τα  συνδικαλιστικά όργανα
Εκπαιδευτικών και Ψυχολόγων της Γαλλίας
COP-F1 ●AFPEN2 ●SFP3 ●SNES-FSU4 SNP5 ●SNUipp-FSU6 ●SNpsyEN7
Ιούνιος 2009

Οι Ψυχολόγοι της Εθνικής Δημόσιας Εκπαίδευσης: ποιοι είναι;
Σήμερα στην Εθνική Εκπαίδευση (της Γαλλίας) ασκούν τον ρόλο και τα καθήκοντα του ψυχολόγου δύο κατηγορίες του προσωπικού της : οι «σχολικοί» ψυχολόγοι στα δημοτικά σχολεία (psychologues scolaires) και οι ψυχολόγοι-σύμβουλοι του προσανατολισμού (επαγγελματικού προσανατολισμού) (COPsy) στα γυμνάσια, τα λύκεια, τα πανεπιστήμια.
Πολλά εμπόδια καθιστούν δύσκολη την πλήρη άσκηση των καθηκόντων της αρμοδιότητας τους.
Στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, οι ψυχολόγοι, παρόλο που έχουν την άδεια να χρησιμοποιούν τον τίτλο του ψυχολόγου και έχουν τους απαιτούμενους τίτλους σπουδών, συνεχίζουν οργανικά να μην αποτελούν αναγνωρισμένο και οργανωμένο Σώμα ψυχολόγων, δηλ δεν έχει νομοθετηθεί η οργανική αναγνώριση της ιδιομορφίας του επαγγέλματός τους και η θεσμική κατοχύρωση και οργάνωση του διακριτού ρόλου του κλάδου τους.  Στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση, παρόλο που οι ψυχολόγοι -σύμβουλοι COPsy έχουν κατοχυρωμένο τόσο τον τίτλο όσο και τον κλάδο του ψυχολόγου, το Υπουργείο επιδιώκει να τους περιορίσει σε καθήκοντα και δραστηριότητες πληροφόρησης επαγγελματικού προσανατολισμού ή συμβουλευτικής σε συγκεκριμένες περιστάσεις.
Παρόλα αυτά, στο πεδίο της εκπαίδευσης, οι έφηβοι, οι γονείς και το προσωπικό των σχολείων αναμένουν από αυτούς ένα έργο πρόληψης και συμπληρωματικής συμπαράστασης σε όλα τα ζητήματα που σχετίζονται με την υποχρεωτική εκπαίδευση, την σχολική  ζωή, την ανάπτυξη και το μέλλον των νέων.
Χρειαζόμαστε στο σχολείο όλο και περισσότερο τους ψυχολόγους. Όμως, οι διαθέσιμοι ψυχολόγοι είναι δραματικά ανεπαρκείς σε σχέση με τις ανάγκες αλλά και  τα κενά που προκύπτουν λόγω συνταξιοδότησης.
Οι συνθήκες άσκησης του έργου του Ψυχολόγου επιδεινώνονται, την ώρα που  αυξάνουν, αλλάζουν και εκδηλώνονται με ποικίλους τρόπους οι ανάγκες.

Οι οργανώσεις που υπογράφουν την παρούσα διακήρυξη προτείνουν και ζητούν τη δημιουργία μιας ενιαίας Ψυχολογικής Υπηρεσίας μέσα στο σύστημα της Εθνικής Εκπαίδευσης, από την προσχολική αγωγή μέχρι το πανεπιστήμιο.
Τι επιπρόσθετο θα πρόσφερε μια Ψυχολογική Υπηρεσία  μέσα στην Εθνική Εκπαίδευση;
Οι ψυχολόγοι δεν ζητούν μια πλήρη αναθεώρηση της αποστολής τους στην πρωτοβάθμια και στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση αλλά μια αναγνώριση και αποσαφήνιση των καθηκόντων τους.
Σήμερα, η απουσία της αναγνώρισης των ψυχολόγων της Εθνικής Εκπαίδευσης ενισχύει την παραπομπή σε εξωτερικούς συνεργάτες (παιδοψυχίατρους, ψυχιατρικούς νοσηλευτές, ιδιώτες ψυχολόγους ή ψυχολόγους σωματείων …) και αυξάνει την παρέμβαση τους μέσα στο εκπαιδευτικό σύστημα. Με κίνδυνο να προσεγγίζουν τα προβλήματα που συναντούν στο σχολείο με μια ιατρική σκοπιά παρά εκπαιδευτική.
Η ύπαρξη μιας τέτοιας υπηρεσίας μέσα στην Εθνική Εκπαίδευση σαφώς και θα αναδείκνυε την ταυτότητα του ψυχολόγων και θα διέκρινε τη θέση τους σε σχέση με τους άλλους συνεργάτες τους, τόσο μέσα όσο και έξω από το εκπαιδευτικό σύστημα.
Θα επέτρεπε στους ψυχολόγους, ως μέλη της σχολικής κοινότητας και της εργασίας σε ομάδα, να λαμβάνουν καλύτερα υπόψη τα δεδομένα σε επίπεδο προσωπικό, οικογενειακό, κοινωνικό και σχολικό.

Αυτή η Ψυχολογική Υπηρεσία θα καθιστούσε δυνατή την πλήρη ανάπτυξη των καθηκόντων της αρμοδιότητας τους: • προσδιορισμός των προϋποθέσεων της σχολικής επιτυχίας όλων των μαθητών και οργάνωση της εφαρμογής τους,
• πρόληψη σχολικών δυσκολιών και των προβλημάτων συμπεριφοράς,
• διευκόλυνση της σχολικής εκπαίδευσης και του προσανατολισμού των μαθητών με αναπηρία,
• παρέμβαση σε καταστάσεις κρίσης,
• διασύνδεση σχολείου-οικογένειας και διαμεσολάβηση όταν υπάρχουν δυσκολίες στη συνεργασία τους,
• υποστήριξη στις ομάδες του εκπαιδευτικού-διδακτικού προσωπικού,
• επεξεργασία και πραγματοποίηση σχεδίων δραστηριοτήτων του σχολείου ή εξειδικευμένων επαγγελματικών προγραμμάτων,
• συμμετοχή σε δράσεις επαγγελματικής επιμόρφωσης και έρευνας.

Οι οργανώσεις που υπογράφουν την διακήρυξη διεκδικούν οι σχολικές ομάδες των διδασκόντων, οι μαθητές και οι οικογένειες να έχουν τη δυνατότητα να επωφεληθούν από τις αναγνωρισμένες αρμοδιότητες και να έχουν μια πιο εύκολη πρόσβαση στις υπηρεσίες ψυχολόγων που εργάζονται στους κόλπους του θεσμού του σχολείου.

Γιατί προκύπτει το αίτημα να συγκεντρωθούν σε μια ενιαία υπηρεσία, επαγγελματικές δραστηριότητες που από τη φύση τους θεωρούνται «διαφορετικές»;

Μια κοινή υπηρεσία θα καταστήσει δυνατή μια καλύτερη παρακολούθηση των παιδιών και ιδίως μια καλύτερη διασύνδεση του δημοτικού σχολείου/γυμνασίου.
Οι ψυχολόγοι-σύμβουλοι του προσανατολισμού (επαγγελματικού προσανατολισμού) και οι «σχολικοί» ψυχολόγοι έχουν, όπως κα οι άλλοι ψυχολόγοι που ασκούν το έργο τους σε άλλους χώρους εργασίας, έναν ορισμένο αριθμό παρόμοιων δραστηριοτήτων: ψυχολογικές εξετάσεις, παρακολούθηση της εξέλιξης των μαθητών, ατομικές ή ομαδικές συνεντεύξεις, σύνταξη εκθέσεων για διάφορες δράσεις επαγγελματικής επιμόρφωσης, συστηματική συγκέντρωση πληροφοριών, ανάλυση μιας προβληματικής κατάστασης ή εργασίες έρευνας.
Ακόμη. Στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση τα ζητήματα που αφορούν το μέλλον έχουν για τους έφηβους μια αυξανόμενη σημασία. Όμως δεν μπορούν παρά να προσεγγιστούν από μια ψυχολογική σκοπιά. Διότι αυτά πράγματι αποτελούν το κίνητρο και το υπόβαθρο της ανάπτυξης σε αυτήν την ηλικία και καθιστούν δυνατή την αντιστάθμιση των κοινωνικών ντετερμινισμών στην σχολική πορεία και το μέλλον  του μαθητή.

Μια υπηρεσία των ψυχολόγων δεν διακινδυνεύει να απομονώσει τους Ψυχολόγους και να τους αποκόψει από τους διδάσκοντες εκπαιδευτικούς;

Αντίθετα. Η αναγνώριση των ψυχολόγων ως οργανωμένου κλάδου της εκπαίδευσης και του ρόλου τους στην Εθνική Εκπαίδευση θα έχει ως στόχο και αποτέλεσμα  να καταστεί δυνατή η καλυτέρευση της συνεργασίας του ψυχολόγου με τις ομάδες των διδασκόντων και με το άλλο προσωπικό που αναλαμβάνει τη βοήθεια και την παρακολούθηση των μαθητών.
Αυτή η συνεργασία είναι αναγκαία για την παρακολούθηση της εξέλιξης ατόμων που έχουν σχολικές δυσκολίες, προβλήματα διαπροσωπικών σχέσεων ή συμπεριφοράς, βίας, απουσιών, κ.α.
Επίσης, η συνεργασία είναι εξίσου αναγκαίο να ενισχυθεί για την ανάλυση των συγκεκριμένων συνθηκών και των καταστάσεων που επηρεάζουν την εκπαιδευτική διαδικασία και για την επεξεργασία σχεδίων δράσης (projets) κατάλληλων για την  υπέρβαση των δυσκολιών που αντιμετωπίζουν.
Είναι απαραίτητη μια αύξηση της πρόσληψης Ψυχολόγων, τόσο στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση όσο και στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση, για να ενισχυθεί η παρουσία τους μέσα στα σχολεία και στους χώρους της εκπαίδευσης. Έτσι θα εξασφαλισθεί ο διάλογος στις πολύ-επαγγελματικές ομάδες στελέχωσης των σχολείων και μια πιο στενή συνεργασία μαζί τους.
Ο ψυχολόγος που ασκεί το έργο του μέσα στα πλαίσια του σχολείου δεν μπορεί να παραγνωρίσει τα ζητήματα κατάκτησης της γνώσης. Αφενός διότι ψυχολογικά η κατάκτηση της γνώσης εντάσσει το άτομο και το εγγράφει ως υποκείμενο σε μια ιστορία που το περιβάλλει και το προεκτείνει κατά ένα μεγάλο μέρος. Αφετέρου, διότι αυτή αποτελεί μια υποκειμενική και κοινωνική δοκιμασία σύγκρισης που έντονα συμβάλλει στην ψυχολογική ανάπτυξη των παιδιών και των εφήβων. Η παραγνώριση της θα κατέληγε να σημαίνει ότι το διακύβευμα στο σχολείο δεν αφορά παρά μόνο ικανότητες της απομνημόνευσης και της λογικής σκέψης αποσπασμένες από ό,τι  δίνει νόημα και δυναμική στην ανάπτυξη και την δόμηση του ατόμου ως προσώπου!.
Αλλά παράλληλα, είναι αδιανόητο να περιορισθεί η προσέγγιση του ψυχολόγου μόνο σε ό,τι συμβαίνει μέσα στο σχολείο.
Οι οικογενειακές, κοινωνικές και επαγγελματικές πραγματικότητες ψυχολογικά επηρεάζουν πράγματι σε δύο επίπεδα: αφενός στους παράγοντες της ανάπτυξης του παιδιού και του εφήβου με τις συνήθειες της ζωής, τις ανησυχίες και τους περιορισμούς που παράγουν. Επίσης στην εφηβεία, από τις αβεβαιότητες που προκαλούνται σχετικά με το μέλλον του κάθε μαθητή ως ενήλικα άνδρα ή  γυναίκας, ενταγμένου κοινωνικά, ασκώντας ένα δεδομένο επάγγελμα.
Ο ρόλος του Ψυχολόγου στο σχολείο είναι διπλός. Στοχεύει να κατανοήσει και να βοηθήσει στη διευκρίνιση όλων αυτών των προκλήσεων που έχουν οι εκπαιδευτικοί, οι μαθητές και η οικογένεια τους. Έχει εξίσου στόχο την ανάλυση των συγκεκριμένων συνθηκών και των καταστάσεων στην εκπαίδευση και τη βοήθεια στην αναζήτηση προσαρμοσμένων λύσεων.

Εισαγωγή και απόδοση στα ελληνικά Π. Χηνάς, 2009
chinas@otenet.gr


Η «Τριάδα των Ψυχολογικών Δικαιωμάτων του Παιδιού»

1.Κάθε παιδί έχει Δικαίωμα Στοργής  και Προστασίας
1.1 Δικαίωμα να έχει αγάπη, στοργή και κατανόηση
1.2 Δικαίωμα να ζει σε περιβάλλον ελεύθερο  από κινδύνους  ψυχικού  ή σωματικού τραύματος ή κακοποίησης
1.3 Δικαίωμα να έχει προστασία , στήριξη και  συνηγορία

2.Κάθε παιδί έχει Δικαίωμα Προσωπικής, Πνευματικής και  Κοινωνικής ανάπτυξης
2.1 Δικαίωμα  προσωπικής ταυτότητας και ανεξαρτησίας και ελευθερία να εκδηλωθεί σε αυτούς τους τομείς.
2.2 Δικαίωμα  ευκαιριών  πνευματικής και ηθικής ανάπτυξης   
2.3 Δικαίωμα  να έχει ικανοποιητικές διαπροσωπικές σχέσεις  και να είναι υπεύθυνο μέλος σε ομάδες

3.Κάθε παιδί έχει Δικαίωμα Εκπαίδευσης και Παιχνιδιού 
3.1 Δικαίωμα  σχολικής, τυπικής  και άτυπης εκπαίδευσης  και να έχει όλους τους αναγκαίους κατάλληλους πόρους και ιδιαίτερα  μέσα .
3.2 Δικαίωμα  για πλήρεις ευκαιρίες για παιχνίδι , ψυχαγωγία, και δραστηριότητες με βάση τις επιθυμίες και τα όνειρα του.
3.3 Δικαίωμα  να έχει άριστες συνθήκες σωματικής και ψυχικής ανάπτυξης και εμψύχωσης  και ενδυνάμωσης του σε αυτούς τους τομείς.

Σημ. Η Διακήρυξη των Ψυχολογικών δικαιωμάτων του παιδιού έγινε με αφορμή το  Διεθνές έτος του παιδιού  το 1979.  Περιλαμβάνει τα δικαιωμάτα που από ψυχολογική σκοπιά είναι θεμελιώδη για την ποιότητα ζωής και την πλήρη και  ομαλή ανάπτυξη του  παιδιού.